- προσυποκλίνω
- Α [ὑποκλίνω]τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῑς μηροῑς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek